- ἀναγινώσκοντες
- ἀναγιγνώσκωknow wellpres part act masc nom/voc pl (ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Minuscule 651 — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Minuscule 651 Text Gospels Date 11th century Script Greek … Wikipedia
Minuscule 725 (Gregory-Aland) — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Minuscule 725 Text Gospels Date 13th century Script Greek … Wikipedia
ερανίζομαι — (AM ἑρανίζομαι και ἐρανίζω) [έρανος] συγκεντρώνω χρήματα για να τά δώσω σε κάποιον μσν. νεοελλ. συγκεντρώνω περικοπές, γνώμες, χωρία από βιβλία και κείμενα αρχ. μσν. 1. ζητώ χρήματα για έρανο («τοὺς φίλους ἐρανίσας», Δημοσθ.) 2. δανείζομαι άτοκα… … Dictionary of Greek